ξηραλοιφώ

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

ξηραλοιφῶ, -έω (Α)
1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη του σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά
2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῖν
η ενασχόληση με τον αθλητισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -αλοιφῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ξηραλοιφός (< φρ. ξηρόν ἀλείφειν «αλείφω με λάδι τα ξηρά μέλη του σώματος για να γίνουν ευλύγιστα»)].