ξιδάτος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

η, ο ξίδι
1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες»)
2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» — άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος.