ξυλάρμενος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο
(για πλοίο) αυτό του οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω.
επίρρ...
ξυλάρμενα
με μαζεμένα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)].