ξυλάς

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ο ξύλο
1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος
2. πωλητής καύσιμης ξυλείας.