ξυλολογεία

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλολογεία Medium diacritics: ξυλολογεία Low diacritics: ξυλολογεία Capitals: ΞΥΛΟΛΟΓΕΙΑ
Transliteration A: xylologeía Transliteration B: xylologeia Transliteration C: ksylologeia Beta Code: culologei/a

English (LSJ)

ἡ, gathering of wood, POxy.729.33 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ξυλολογεία, ἡ (Α)
το μάζεμα ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)].