ξυλοσουπιά

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η
τεμάχιο λευκού ξύλου με σχήμα σουπιάς το οποίο χρησιμοποιείται ως αλιευτικό εργαλείο προσέλκυσης του θαλασσινού αυτού.