ξυλόστρωση

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

η
επένδυση δαπέδου ή τοίχου με ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο +. στρώση (< στρώνω), πρβλ. λιθό-στρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλόστρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].