ξυραφίζω

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

και ξουραφίζωξυραφίζω) ξυράφι
ξυρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, -η, -ο- (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία του αφαιρέθηκε, του αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος.