οίδησις

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

οἴδησις, ἡ (ΑΜ)
όγκωση, φούσκωμα
αρχ.
1. μτφ. ψυχικός αναβρασμόςοἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.)
2. η νόσος υδρωπικία.