οβριμοπάτηρ

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ὀβριμοπάτηρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + πατήρ.