ὀβριμοπάτηρ

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοπάτηπ Medium diacritics: ὀβριμοπάτηρ Low diacritics: οβριμοπάτηρ Capitals: ΟΒΡΙΜΟΠΑΤΗΡ
Transliteration A: obrimopátēr Transliteration B: obrimopatēr Transliteration C: ovrimopatir Beta Code: o)brimopa/thp

English (LSJ)

ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων, Hsch.

Greek Monolingual

ὀβριμοπάτηρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + πατήρ.