οδαγμός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. -δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγμός)].