οδοκοιλεύς

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ζωολ. είδος ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odocoileus < οδούς «δόντι» + κοίλος].