Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
ζωολ. είδος ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odocoileus < οδούς «δόντι» + κοίλος].