οδονταλγία
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.