οδονταλγία

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.