στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(Α ὀδονταλγῶ, -έω)υποφέρω από οδονταλγία, έχω πονόδοντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -αλγῶ (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγώ].