οδοντοβλάστη
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Greek Monolingual
η
ανατ. πολυεδρικό κύτταρο με ογκώδη πυρήνα, το οποίο βρίσκεται στην περιφέρεια του πολφού τών δοντιών και που η κύρια λειτουργία του είναι ο σχηματισμός της οδοντίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontoblast < ὀδών, ὀδόντος + βλαστός.