ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
τοιατρ. ιστός που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο φατνίο και στο δόντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + περιόστεο «ινώδες περίβλημα οστού»].