οδοντοπονία
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
ὀδοντοπονία, ἡ (Μ)
η λειτουργία τών δοντιών, η μάσηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -πονία (< -πόνος < πόνος), πρβλ. γεωπονία].