γεωπονία
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
Ion. γεωπονίη, ἡ, tillage, Orph.Fr.280, Epigr.Gr.446 (Arabia), Max. Tyr.27.5:—also γεηπονία Ps.-Phoc.161, γη- Them.Or. 30.350a, Hld.10.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Orph.Fr.280.1, Epigr.Gr.446.5 (Arabia IV d.C.), INikaia 1323.5 (III d.C.), IKPolis 75.5 (II d.C.), Lindos 498 (III/IV d.C.); γεηπ- Ps.Phoc.161; γηπ- Them.Or.30.349d, 351b, Hld.10.6.5
cultivo de la tierra, agricultura εἰ δὲ γεηπονίην μεθέπειν, μακραί τοι ἄρουραι Ps.Phoc.l.c., cf. Orph.l.c., Hld.l.c., Max.Tyr.21.5, Epigr.Gr.l.c., INikaia l.c., IKPolis l.c., Lindos l.c., Them.ll.cc., Vett.Val.390.6, PCair.Isidor.75.3 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, Landbau, Phocyl. 149 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεωπονία: Ἰων.–ίη, ἡ, καλλιεργία τῆς γῆς, Ψευδο-Φωκυλ. 161, Συλλ. Ἐπιγρ. 4598· γεηπονίαν Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.
Greek Monolingual
η (AM γεωπονία) γεωπόνος
η καλλιέργεια της γης, η γεωργία
νεοελλ.
η επιστήμη που περιλαμβάνει τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις τις απαραίτητες για τη συστηματική και αποτελεσματική καλλιέργεια της γης.