οδοντόφωνος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών
2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα»
γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα].