οδοντόφωνος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών
2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα»
γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα].