οικογενειάρχης

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ο
1. ο αρχηγός της οικογένειας, ιδίως ο πατέρας
2. αυτός που έχει οικογένειαοικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].