οικολογικός

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό οικολογία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικολογία και στον οικολόγο («οικολογική καταστροφή»)
2. φρ. «οικολογικό κίνημα» — κίνηση για την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος, στην οποία είναι ενταγμένες ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων σε εθνική και διεθνή κλίμακα.
επίρρ...
οικολογικώς και -ά
από οικολογική άποψη.