οικοπεδοφάγος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ο
αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + -φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].