εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
οἰκοφθόρος, ὁ (Α)ως επίθ.1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος2. μοιχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.