οικοφθόρος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

οἰκοφθόρος, ὁ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος
2. μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.