ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
οἰκτρόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει οικτρή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρόφωνος, λαμπρόφωνος].