οινοβρώς

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

οἰνοβρώς -ῶτος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που τρώγεται με κρασί ή που έχει γεύση κρασιού
2. διαποτισμένος με κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρώς (< βι-βρώσκω «τρώω»), πρβλ. τριχοβρώς].