λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
οἰνοπόρος, -ον (Α)αυτός στον οποίο ρέει κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος.