οινόληπτος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενόληπτος].