οκνά

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

η
είδος ξανθής φυτικής βαφής, ο κινάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συνεκφορά του άρθρου ο με τη λ. κνας, άλλο τ. της λ. κινάς, ο «κόκκινη βαφή»].