οκταδάκτυλος
From LSJ
Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes
Greek Monolingual
και οχταδάκτυλος, -η, -ο (Α ὀκταδάκτυλος και αρχαιότ. τ. ὀκτωδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή μέγεθος οκτώ δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ, λ. οκτώ) + δάκτυλος (πρβλ. εννεαδάκτυλος)].