ολίγαιμος
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
Greek Monolingual
και ολιγόαιμος, -η, -ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, -ον)
αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύαιμος].