Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].