Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].