Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολκείον

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

ὁλκεῖον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) ολκή
1. το οπίσθιο μέρος της πρύμνης του πλοίου
2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια.