ολόανθος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει άφθονα άνθη, γεμάτος άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + άνθος].