ολόπλευρος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε όλη την έκταση της πλευράς ή από όλες τις πλευρές («ολόπλευρη έρευνα»)
2. φρ. «ολόπλευρο πυρ» — η ταυτόχρονη πυροδότηση όλων τών πυροβόλων της μιας πλευράς πολεμικού πλοίου, κν. μονοφιτιλιά της μπάντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + πλευρά. Η λ. στο ουδ. ὁλόπλευρον (πῦρ) μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].