εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
(Μ ὁμάδι)επίρρ. από κοινού, μαζί («μιαν κόρη κι έναν άγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁμάδ-ιον, υποκορ. του ὁμάς, -άδος (πρβλ. μαζίον: μαζί, μακάριον: μακάρι)].