ομέμπορος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
ὁμέμπορος, ὁ (ΑΜ)
συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἔμπορος.
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
ὁμέμπορος, ὁ (ΑΜ)
συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἔμπορος.