ομαδοποίηση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η ομαδοποιώ
1. σχηματισμός ομάδων
2. κατάταξη σε ομάδες, ταξινόμηση σε ομάδες.