καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
ὁμαλόδερμος, -ον (Α)(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ομαλό, απαλό, λείο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός + δέρμα].