ομματουργός
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Greek Monolingual
ὀμματουργός, -όν (Α)
ομματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].