ομματώ
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek Monolingual
ὀμματῶ, -όω (ΑΜ) όμμα
μσν.
θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ)
αρχ.
1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.)
2. δίνω έκφραση στα μάτια
3. φρ. α) «ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον]» — έκανα κάτι πιο φανερό, πιο σαφές
β) «φρὴν ὠμματωμένη» — οξυδερκής διάνοια, ευφυής νους.