ομοιοπρόσωπος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

ὁμοιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοιο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μονοπρόσωπος.