ὁμοιοπρόσωπος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοπρόσωπος Medium diacritics: ὁμοιοπρόσωπος Low diacritics: ομοιοπρόσωπος Capitals: ΟΜΟΙΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: homoioprósōpos Transliteration B: homoioprosōpos Transliteration C: omoioprosopos Beta Code: o(moiopro/swpos

English (LSJ)

ὁμοιοπρόσωπον, in the same person, A.D.Pron.45.13.

German (Pape)

[Seite 335] von ähnlichem Gesicht. Bei den Gramm. = in derselben Person.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοπρόσωπος: -ον, ὁ τὸ αὐτὸ πρόσωπον ἔχων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἐτυμ.

Greek Monolingual

ὁμοιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοιο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μονοπρόσωπος.