ομοιόθερμος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοιόθερμος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία σε όλα του τα μέρη
νεοελλ.
ζωολ. (για τα ανώτερα ζώα) αυτός του οποίου η μέση θερμοκρασία διατηρείται σταθερή ανεξάρτητα από τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + θερμός (πρβλ. ολιγό-θερμος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoiotherm].