ομοιόφωνος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ομοιόφωνος, -ον)
αυτός που έχει όμοια φωνή, που ηχεί όμοια.
επίρρ...
ομοιοφώνως (Α)
με την ίδια φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος].