ομοφρονώ

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

(Α ὁμοφρονῶ, -έω) ομόφρων
έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.).