ομοφυλοφιλία

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

η ομοφυλόφιλος
σεξουαλική απόκλιση κατά την οποία ένα άτομο έλκεται από άτομο του ίδιου φύλου, απόκλιση που οδηγεί συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, σε σωματική επαφή που κορυφώνεται με οργασμό.