ομόνεκρος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ὁμόνεκρος, -ον (Α) αυτός που πέθανε μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νεκρός.