ονειρόφοβος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ὀνειρόφοβος, -ον (Μ)
φοβισμένος από όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + φόβος.