ονειρόφοβος
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
ὀνειρόφοβος, -ον (Μ)
φοβισμένος από όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + φόβος.
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
ὀνειρόφοβος, -ον (Μ)
φοβισμένος από όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρον + φόβος.