ονοβρυχίδα

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

η (Α ὀνοβρυχίς)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια φαβίδες της τάξης φαβώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βρυχίς «κλήμα»].